σκέπασμα

σκέπασμα
το, ΝΜΑ [σκεπάζω]
αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη
2. κλινοσκέπασμα («κρύωνα χθες βράδυ και έριξα δύο σκεπάσματα»)
3. καπάκι δοχείου
4. μτφ. συγκάλυψη, αποσιώπηση, απόκρυψη
μσν.-αρχ.
ένδυμα, ιματισμός (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ
β. «τοῑς δὲ σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κάλυμμα τού κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», Πλάτ.)
2. η βλεφαρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκέπασμα — a covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπασμα — το 1. κάλυψη: Άρχισε το σκέπασμα του σπιτιού. 2. κάλυμμα: Του έριξε πολλά σκεπάσματα για να ζεσταθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπασμάτων — σκέπασμα a covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσμασι — σκέπασμα a covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσμασιν — σκέπασμα a covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματα — σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματι — σκέπασμα a covering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματος — σκέπασμα a covering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”